επιδεινωτικός

επιδεινωτικός
-ή, -ό [επιδεινώνω]
αυτός που προκαλεί επιδείνωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παροξυντικός — ή, ό / παροξυντικός, ή, όν, ΝΜΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία») μσν. αρχ. 1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”